- κουράρω
- (λ. ιταλ.), νοσηλεύω, θεραπεύω ασθενείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουράρω — κουράρω, κουράρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουράρω — παρακολουθώ και φροντίζω ασθενή, εφαρμόζω θεραπευτική αγωγή, νοσηλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. curare < ιταλ. cura «κούρα, φροντίδα»] … Dictionary of Greek
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… … Dictionary of Greek
κουράρισμα — το [κουράρω] ιατρική ή νοσοκομειακή επιτήρηση και περίθαλψη ασθενούς, θεραπεία … Dictionary of Greek
επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)